φις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φις < (λόγιο δάνειο) γαλλική fiche[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φις ουδέτερο άκλιτο
- ρευματολήπτης, αρσενικός παραλήπτης ηλεκτρικού ρεύματος ο οποίος προσαρμόζεται σε πρίζα ηλεκτροδότησης-ηλεκτροδοσίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φις
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φις - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)