υλοτόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υλοτόμος | οι | υλοτόμοι |
γενική | του | υλοτόμου | των | υλοτόμων |
αιτιατική | τον | υλοτόμο | τους | υλοτόμους |
κλητική | υλοτόμε | υλοτόμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υλοτόμος αρσενικό