τριτοπρόσωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τριτοπρόσωπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τριτοπροσώπ(ως), επίρρημα -ος με αναδρομικό σχηματισμό. [1] Μορφολογικά αναλύεται σε τριτο- πρόσωπ(ο) -ος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tɾi.toˈpɾo.so.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐το‐πρό‐σω‐πος
Επίθετο
[επεξεργασία]τριτοπρόσωπος, -η, -ο
- (γραμματική) που εμφανίζεται στο τρίτο πρόσωπο
- → δείτε τους όρους τριτοπρόσωπο ρήμα και απρόσωπο ρήμα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τριτοπρόσωπος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τριτοπρόσωπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τριτο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)