τιμολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τιμολογώ < τιμολόγιο

τιμολογώ

  1. ορίζω την τιμή πώλησης κάποιου εμπορεύματος
  2. (ειδικότερα) εκδίδω τιμολόγιο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]