τηρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τηρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τηρῶ, συνηρημένος τύπος του τηρέω. Συγκρίνετε με το τηράω (παρατηρώ)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tiˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐ρώ
Ρήμα
[επεξεργασία]τηρώ, -είς, -εί, ..., αόρ.: τήρησα, παθ.φωνή: τηρούμαι, π.αόρ.: τηρήθηκα, μτχ.π.π.: τηρημένος
- (για νόμους, κανόνες, όρους, συνήθειες)
- κρατώ, εφαρμόζω, συμμορφώνομαι με
- ⮡ τηρεί τους νόμους, είναι νομοταγής
- εφαρμόζω και διατηρώ
- ⮡ τηρούμε τις παραδόσεις του τόπου μας
- κρατώ, εφαρμόζω, συμμορφώνομαι με
- επιβλέπω την εφαρμογή (νόμων)
- ⮡ δύο αστυνομικοί τηρούσαν την τάξη
- (για βιβλία καταγραφής) κρατώ, έχω και συμπληρώνω τακτικά
- ⮡ κάθε επιχείρηση υποχρεούται να τηρεί λογιστικά βιβλία
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- τηρώ αιδήμονα σιγήν
- τηρώ σιγήν ιχθύος
- τηρώ στάση αναμονής
- τηρώ τα προσχήματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]δείτε και τα συγγενικά τους
→ και δείτε τη λέξη τηράω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τηρώ
Πηγές
[επεξεργασία]- τηρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)