τηρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τηρῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τηρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τηρῶ, συνηρημένος τύπος του τηρέω. Συγκρίνετε με το τηράω (παρατηρώ)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tiˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τη‐ρώ

τηρώ, -είς, -εί, ..., αόρ.: τήρησα, παθ.φωνή: τηρούμαι, π.αόρ.: τηρήθηκα, μτχ.π.π.: τηρημένος

  1. (για νόμους, κανόνες, όρους, συνήθειες)
    1. κρατώ, εφαρμόζω, συμμορφώνομαι με
      ⮡  τηρεί τους νόμους, είναι νομοταγής
    2. εφαρμόζω και διατηρώ
      ⮡  τηρούμε τις παραδόσεις του τόπου μας
  2. επιβλέπω την εφαρμογή (νόμων)
    ⮡  δύο αστυνομικοί τηρούσαν την τάξη
  3. (για βιβλία καταγραφής) κρατώ, έχω και συμπληρώνω τακτικά
    ⮡  κάθε επιχείρηση υποχρεούται να τηρεί λογιστικά βιβλία

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

δείτε και τα συγγενικά τους

→ και δείτε τη λέξη τηράω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]