ταυρελάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταυρελάτης οἱ ταυρελάται
      γενική τοῦ ταυρελάτου τῶν ταυρελατῶν
      δοτική τῷ ταυρελάτ τοῖς ταυρελάταις
    αιτιατική τὸν ταυρελάτην τοὺς ταυρελάτᾱς
     κλητική ! ταυρελάτ ταυρελάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταυρελάτ
γεν-δοτ τοῖν  ταυρελάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταυρελάτης < ταῦρ(ος) -ελάτης < ἐλαύνω

Επίθετο

[επεξεργασία]

ταυρελάτης αρσενικό και ταυρηλάτης

  • (επάγγελμα) αυτός που οδηγεί ταύρους, ο βουκόλος
    Θεσσαλίης εύϊππος ο ταυρελάτης χορός ανδρών, χερσίν ατευχήτοις θηρσίν όπλιζόμενος,
    κεντροτυπείς πώλους ζεύξε σκιρτήματι ταύρων, αμφιβαλείν σπεύδων πλέγμα μετωπίδιον
    ακρότατον δ'ες γην κλίνας άμα κεύροπον άμμα θηρός την τόσσην εξεκύλισε βίην
    (AP IX 543, Φιλίππου του Θεσσαλονικέως)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]