τήκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τήκω < αρχαία ελληνική τήκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *teh₂w-
Ρήμα
[επεξεργασία]τήκω (παθητική φωνή: τήκομαι)
- λιώνω
- ρευστοποιώ
- χωνεύω ή εκκαμινεύω (επί μετάλλων