συναγάλλομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συναγάλλομαι < ελληνιστική κοινή συναγάλλομαι < αρχαία ελληνική σύν ἀγάλλομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἀγάλλω
Ρήμα
[επεξεργασία]συναγάλλομαι
- (αρχαιοπρεπές) αγάλλομαι μαζί με άλλους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συναγάλλομαι
|