συγκοινωνιολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συγκοινωνιολόγος < ⊟ λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συγκοινωνιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επιστήμονας που ειδικεύεται στη συγκοινωνιολογία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συγκοινωνιολόγος
|