στόμιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στόμιο τα στόμια
      γενική του στομίου
στόμιου
των στομίων
    αιτιατική το στόμιο τα στόμια
     κλητική στόμιο στόμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στόμιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στόμιον (< αρχαία ελληνική στόμα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στόμιο ουδέτερο

  1. (λόγιο) άνοιγμα που αποτελεί την είσοδο ή την έξοδο ενός αντικειμένου ή μιας γεωγραφικής περιοχής
  2. (ανατομία) οπή σε ένα όργανο του ανθρώπινου σώματος
  3. (μουσική) το πεπλατυσμένο άκρο των πνευστών μουσικών οργάνων

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]