στρίπερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στρίπερ < αγγλική stripper

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στρίπερ αρσενικό άκλιτο (θηλυκό στριπτιζέζ)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]