σπουδαιολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπουδαιολογώ < αρχαία ελληνική σπουδαιολογέω / σπουδαιολογῶ < σπουδαῖος λέγω

σπουδαιολογώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]