σπουδαιολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπουδαιολογώ < αρχαία ελληνική σπουδαιολογέω / σπουδαιολογῶ < σπουδαῖος λέγω
Ρήμα
[επεξεργασία]σπουδαιολογώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- σπουδαιολόγημα
- σπουδαιολογία
- σπουδαιολόγος
- → δείτε τις λέξεις σπουδαίος και λέγω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σπουδαιολογώ | σπουδαιολογούσα | θα σπουδαιολογώ | να σπουδαιολογώ | σπουδαιολογώντας | |
β' ενικ. | σπουδαιολογείς | σπουδαιολογούσες | θα σπουδαιολογείς | να σπουδαιολογείς | (σπουδαιολόγει) | |
γ' ενικ. | σπουδαιολογεί | σπουδαιολογούσε | θα σπουδαιολογεί | να σπουδαιολογεί | ||
α' πληθ. | σπουδαιολογούμε | σπουδαιολογούσαμε | θα σπουδαιολογούμε | να σπουδαιολογούμε | ||
β' πληθ. | σπουδαιολογείτε | σπουδαιολογούσατε | θα σπουδαιολογείτε | να σπουδαιολογείτε | σπουδαιολογείτε | |
γ' πληθ. | σπουδαιολογούν(ε) | σπουδαιολογούσαν(ε) | θα σπουδαιολογούν(ε) | να σπουδαιολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σπουδαιολόγησα | θα σπουδαιολογήσω | να σπουδαιολογήσω | σπουδαιολογήσει | ||
β' ενικ. | σπουδαιολόγησες | θα σπουδαιολογήσεις | να σπουδαιολογήσεις | σπουδαιολόγησε | ||
γ' ενικ. | σπουδαιολόγησε | θα σπουδαιολογήσει | να σπουδαιολογήσει | |||
α' πληθ. | σπουδαιολογήσαμε | θα σπουδαιολογήσουμε | να σπουδαιολογήσουμε | |||
β' πληθ. | σπουδαιολογήσατε | θα σπουδαιολογήσετε | να σπουδαιολογήσετε | σπουδαιολογήστε | ||
γ' πληθ. | σπουδαιολόγησαν σπουδαιολογήσαν(ε) |
θα σπουδαιολογήσουν(ε) | να σπουδαιολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σπουδαιολογήσει | είχα σπουδαιολογήσει | θα έχω σπουδαιολογήσει | να έχω σπουδαιολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις σπουδαιολογήσει | είχες σπουδαιολογήσει | θα έχεις σπουδαιολογήσει | να έχεις σπουδαιολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει σπουδαιολογήσει | είχε σπουδαιολογήσει | θα έχει σπουδαιολογήσει | να έχει σπουδαιολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σπουδαιολογήσει | είχαμε σπουδαιολογήσει | θα έχουμε σπουδαιολογήσει | να έχουμε σπουδαιολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε σπουδαιολογήσει | είχατε σπουδαιολογήσει | θα έχετε σπουδαιολογήσει | να έχετε σπουδαιολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σπουδαιολογήσει | είχαν σπουδαιολογήσει | θα έχουν σπουδαιολογήσει | να έχουν σπουδαιολογήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπουδαιολογώ
|
Πηγές
[επεξεργασία]- σπουδαιολογώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σπουδαιολογώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σπουδαιολογώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)