σπουδαίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη ⊟ αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπουδαίος η σπουδαία το σπουδαίο
      γενική του σπουδαίου της σπουδαίας του σπουδαίου
    αιτιατική τον σπουδαίο τη σπουδαία το σπουδαίο
     κλητική σπουδαίε σπουδαία σπουδαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη ⊟ αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπουδαίοι οι σπουδαίες τα σπουδαία
      γενική των σπουδαίων των σπουδαίων των σπουδαίων
    αιτιατική τους σπουδαίους τις σπουδαίες τα σπουδαία
     κλητική σπουδαίοι σπουδαίες σπουδαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπουδαίος < αρχαία ελληνική σπουδαῖος < σπουδή < σπεύδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speud- (σπουδή, βιασύνη)

Επίθετο

[επεξεργασία]

σπουδαίος, -α, -ο

  1. σημαντικός, εξαιρετικός
    ※  κανείς δε γίνεται πραγματικά σπουδαίος αν δεν έχει απέναντι κάποιον ισάξιό του να μην τον αφήνει να επαναπαύεται στις δάφνες του, να τον συναγωνίζεται στην κούρσα για την τελειότητα.
    Λένα Διβάνη, Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας, εκδόσεις: Πατάκη, Αθήνα 2023, 13η έκδοση. ISBN 978-960-16-8603-5, (αρχική έκδοση 2019).
  2. αξιόλογος, χρήσιμος
  3. (ειρωνικό) ασήμαντος, ανούσιος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ες αύριον τα σπουδαία
  • σπουδαία τα λάχανα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]