σπίθα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπίθα | οι | σπίθες |
γενική | της | σπίθας | των | σπιθών |
αιτιατική | τη | σπίθα | τις | σπίθες |
κλητική | σπίθα | σπίθες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπίθα < ⊟ λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπίθα θηλυκό
- ο σπινθήρας
- (μεταφορικά) έξυπνος άνθρωπος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπίθα