σουλαντίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]σουλαντίζω (παθητική φωνή: σουλαντίζομαι)
- (παρωχημένο) καταβρέχω, ποτίζω
- ⮡ Σουλάντισε λίγο την αυλή να δροσιστούμε.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σουλαντίζω | σουλάντιζα | θα σουλαντίζω | να σουλαντίζω | σουλαντίζοντας | |
β' ενικ. | σουλαντίζεις | σουλάντιζες | θα σουλαντίζεις | να σουλαντίζεις | σουλάντιζε | |
γ' ενικ. | σουλαντίζει | σουλάντιζε | θα σουλαντίζει | να σουλαντίζει | ||
α' πληθ. | σουλαντίζουμε | σουλαντίζαμε | θα σουλαντίζουμε | να σουλαντίζουμε | ||
β' πληθ. | σουλαντίζετε | σουλαντίζατε | θα σουλαντίζετε | να σουλαντίζετε | σουλαντίζετε | |
γ' πληθ. | σουλαντίζουν(ε) | σουλάντιζαν σουλαντίζαν(ε) |
θα σουλαντίζουν(ε) | να σουλαντίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σουλάντισα | θα σουλαντίσω | να σουλαντίσω | σουλαντίσει | ||
β' ενικ. | σουλάντισες | θα σουλαντίσεις | να σουλαντίσεις | σουλάντισε | ||
γ' ενικ. | σουλάντισε | θα σουλαντίσει | να σουλαντίσει | |||
α' πληθ. | σουλαντίσαμε | θα σουλαντίσουμε | να σουλαντίσουμε | |||
β' πληθ. | σουλαντίσατε | θα σουλαντίσετε | να σουλαντίσετε | σουλαντίστε | ||
γ' πληθ. | σουλάντισαν σουλαντίσαν(ε) |
θα σουλαντίσουν(ε) | να σουλαντίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σουλαντίσει | είχα σουλαντίσει | θα έχω σουλαντίσει | να έχω σουλαντίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σουλαντίσει | είχες σουλαντίσει | θα έχεις σουλαντίσει | να έχεις σουλαντίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σουλαντίσει | είχε σουλαντίσει | θα έχει σουλαντίσει | να έχει σουλαντίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σουλαντίσει | είχαμε σουλαντίσει | θα έχουμε σουλαντίσει | να έχουμε σουλαντίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σουλαντίσει | είχατε σουλαντίσει | θα έχετε σουλαντίσει | να έχετε σουλαντίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σουλαντίσει | είχαν σουλαντίσει | θα έχουν σουλαντίσει | να έχουν σουλαντίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- σουλαντίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)