σκορπίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκορπίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος σκορπίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]σκορπίζομαι
- (για ανθρώπους) λειτουργώ χωρίς πρόγραμμα και στοχοπροσήλωση, διασκορπίζω την ενέργειά μου
- Το ξέρω ότι σκορπίζομαι, αλλά βαριέμαι εύκολα
- σκορπίζομαι, διανέμομαι σκόρπια, χωρίς συγκεκριμένο στόχο
- Η τέφρα σκορπίστηκε στο Αιγαίο
- Τα χρήματα δεν πρέπει να σκορπίζονται έτσι επιπόλαια
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκορπίζομαι | σκορπιζόμουν(α) | θα σκορπίζομαι | να σκορπίζομαι | ||
β' ενικ. | σκορπίζεσαι | σκορπιζόσουν(α) | θα σκορπίζεσαι | να σκορπίζεσαι | (σκορπίζου) | |
γ' ενικ. | σκορπίζεται | σκορπιζόταν(ε) | θα σκορπίζεται | να σκορπίζεται | ||
α' πληθ. | σκορπιζόμαστε | σκορπιζόμαστε σκορπιζόμασταν |
θα σκορπιζόμαστε | να σκορπιζόμαστε | ||
β' πληθ. | σκορπίζεστε | σκορπιζόσαστε σκορπιζόσασταν |
θα σκορπίζεστε | να σκορπίζεστε | (σκορπίζεστε) | |
γ' πληθ. | σκορπίζονται | σκορπίζονταν σκορπιζόντουσαν |
θα σκορπίζονται | να σκορπίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκορπίστηκα | θα σκορπιστώ | να σκορπιστώ | σκορπιστεί | ||
β' ενικ. | σκορπίστηκες | θα σκορπιστείς | να σκορπιστείς | σκορπίσου | ||
γ' ενικ. | σκορπίστηκε | θα σκορπιστεί | να σκορπιστεί | |||
α' πληθ. | σκορπιστήκαμε | θα σκορπιστούμε | να σκορπιστούμε | |||
β' πληθ. | σκορπιστήκατε | θα σκορπιστείτε | να σκορπιστείτε | σκορπιστείτε | ||
γ' πληθ. | σκορπίστηκαν σκορπιστήκαν(ε) |
θα σκορπιστούν(ε) | να σκορπιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σκορπιστεί | είχα σκορπιστεί | θα έχω σκορπιστεί | να έχω σκορπιστεί | σκορπισμένος | |
β' ενικ. | έχεις σκορπιστεί | είχες σκορπιστεί | θα έχεις σκορπιστεί | να έχεις σκορπιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει σκορπιστεί | είχε σκορπιστεί | θα έχει σκορπιστεί | να έχει σκορπιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σκορπιστεί | είχαμε σκορπιστεί | θα έχουμε σκορπιστεί | να έχουμε σκορπιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε σκορπιστεί | είχατε σκορπιστεί | θα έχετε σκορπιστεί | να έχετε σκορπιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σκορπιστεί | είχαν σκορπιστεί | θα έχουν σκορπιστεί | να έχουν σκορπιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σκορπισμένος - είμαστε, είστε, είναι σκορπισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σκορπισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σκορπισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σκορπισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σκορπισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σκορπισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σκορπισμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκορπίζομαι