σκονάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκονάκι | τα | σκονάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σκονάκι | τα | σκονάκια |
κλητική | σκονάκι | σκονάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκονάκι < σκόνη υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκονάκι ουδέτερο
- δόση φαρμάκου ή ναρκωτικού σε σκόνη
- (συνεκδοχικά) το χαρτάκι που περιέχει την αντίστοιχη δόση
- (οικείο) μικρό χαρτάκι που περιέχει πληροφορίες οι οποίες πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για αντιγραφή σε εξετάσεις
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- σκονάκι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δόση φάρμακου σε σκόνη
|
δόση ναρκωτικού σε σκόνη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)