σκληραίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκληραίνω < αρχαία ελληνική σκληρύνω -αίνω

σκληραίνω

  1. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) μετατρέπω κάτι σε σκληρό
  2. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) γίνομαι σκληρός

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]