σκεβρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκεβρώνω < πιθανές εκδοχές:

σκεβρώνω (και σκευρώνω)

  1. (για ξύλα) παραμορφώνομαι, καμπυλώνομαι, λόγω του χρόνου και της υγρασίας
    η πόρτα έχει σκεβρώσει και δεν κλείνει καλά
  2. (μεταφορικά)(για ανθρώπους) καμπουριάζω ή έχω μειωμένη κινητικότητα λόγω αρρώστιας, ηλικίας ή καθιστικής ζωής

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]