σε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σέ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σέ < εἰσέ με αποβολή του αρχικού φωνήεντος < αρχαία ελληνική εἰς με προσθήκη <ε> από συμπροφορά με αντωνυμίες που άρχιζαν με [e]
π.χ. εἰς ἐμένα is eˈmena > iseˈmena > ise ˈmena με ανασυλλαβισμό[1] Δείτε και αρχαία ελληνική εἰς

Πρόθεση

[επεξεργασία]

σε

  • (με αιτιατική) δηλώνει:
    1. τόπο (στάση ή κατεύθυνση)
      ⮡  είμαι στην Αθήνα
      ⮡  πάω στην Αθήνα
      • (επίσης γενική)
        ⮡  είμαι, πάω στου Γιώργου (στο σπίτι του Γιώργου)
    2. χρονικό διάστημα
      ⮡  επιστρέφω σε δύο μέρες
    3. τρόπο
      ⮡  Βγήκε έξω στα κρυφά.
      ⮡  Δε λιποθύμησε πραγματικά, το έκανε στα ψέματα.
    4. ποσότητα ή αριθμό κατά προσέγγιση
      ⮡  Το εμπόρευμα είναι (γύρω) στα είκοσι κιλά.
    5. αποτέλεσμα
      ⮡  Το χαρτί σκίστηκε σε δύο κομμάτια.
    6. αναφορά
      ⮡  Είμαι πολύ κακός σε αυτό το μάθημα.
    7. το έμμεσο αντικείμενο πολλών ρημάτων
      ⮡  Το βραβείο απονεμήθηκε σε έναν νέο ποιητή.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • σ' (με έκθλιψη πριν από τους φθόγγους [e], [a], [o], [u]. Για το [t] δείτε τις σημειώσεις για το οριστικό άρθρο)
  • παλιότερη πολυτονική γραφή: σέ

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

σε (προσωπική αντωνυμία)

  1. αιτιατική του εσύ, μορφή του εσένα
  2. (ιδιωματικό) αντί του σου
    ⮡  Να σε φτιάξω κάτι να φάς;

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]