σαμσάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαμσάρα | οι | σαμσάρες |
γενική | της | σαμσάρας | — | |
αιτιατική | τη | σαμσάρα | τις | σαμσάρες |
κλητική | σαμσάρα | σαμσάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαμσάρα < αγγλική samsara < σανσκριτική संसार (saṃsāra)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαμσάρα θηλυκό
- (θρησκεία) (τζαϊνισμός, ινδουισμός, βουδισμός) ο συνεχής κύκλος της γέννησης, του θανάτου και της αναγέννησης που άντεξαν τα ανθρώπινα όντα και όλα τα άλλα θνητά όντα, και από τον οποίο η απελευθέρωση επιτυγχάνεται με την επίτευξη της υψηλότερης φώτισης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)