σαλαγώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σαλαγῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαλαγώ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σαλαγῶ → και δείτε τη λέξη σαλαγάω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sa.laˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐λα‐γώ

σαλαγώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).