σίγουρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σίγουρα < σίγουρος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

σίγουρα

  1. με σιγουριά, με βεβαιότητα
    ο υποψήφιος αυτός θα είναι σίγουρα ο νικητής
  2. βέβαια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]