σίγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σίγμα | τα | σίγματα |
γενική | του | σίγματος | των | σιγμάτων |
αιτιατική | το | σίγμα | τα | σίγματα |
κλητική | σίγμα | σίγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σίγμα | τα | σίγμα |
γενική | του | σίγμα | των | σίγμα |
αιτιατική | το | σίγμα | τα | σίγμα |
κλητική | σίγμα | σίγμα | ||
ΑΚΛΙΤΟ | ||||
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ελληνικό αλφάβητο | ||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Α | α | άλφα / ἄλφα | Ν | ν | νι / νῦ | |||
Β | β | ϐ | βήτα / βῆτα | Ξ | ξ | ξι / ξεῖ, ξῖ, ξῦ | ||
Γ | γ | γάμα / γάμμα | Ο | ο | όμικρον / ὂ μικρόν, (οὖ) | |||
Δ | δ | δέλτα | Π | π | ϖ | πι / πεῖ, πῖ | ||
Ε | ε | έψιλον / ἒ ψιλόν, (εἶ) | Ρ | ρ | ϱ | ρο / ῥῶ | ||
Ζ | ζ | ζήτα / ζῆτα | Σ | σ/ς | σίγμα / σῖγμα | |||
Η | η | ήτα / ἦτα | Τ | τ | ταυ / ταῦ | |||
Θ | θ | ϑ | θήτα / θῆτα | Υ | υ | ύψιλον / ὖ ψιλόν, (ὖ) | ||
Ι | ι | γιώτα, ιώτα / ἰῶτα | Φ | φ | ϕ | φι / φεῖ, φῖ | ||
Κ | κ | ϰ | κάπα / κάππα | Χ | χ | χι / χεῖ, χῖ | ||
Λ | λ | λάμδα, λάμβδα / λάβδα | Ψ | ψ | ψι / ψεῖ, ψῖ | |||
Μ | μ | μι / μῦ | Ω | ω | ωμέγα / ὦ μέγα, (ὦ) | |||
Παρωχημένα γράμματα | ||||||||
Ϝ | ϝ | δίγαμμα | Ϻ | ϻ | σαν | |||
Ϛ | ϛ | στίγμα | Ϸ | ϸ | σω | |||
Ϡ | ϡ | σαμπί | Ͳ | ͳ | παλαιό σαμπί | |||
Ϙ | ϙ | κόππα | Ϟ | ϟ | μεταγενέστερο κόππα | |||
Ͱ | ͱ | ἧτα (δασυνόμενο) | Ϲ | ϲ | μηνοειδές σίγμα | |||
Ϗ | ϗ | και | Ȣ | ȣ | ου | |||
Ͷ | ͷ | παμφυλιακό δίγαμμα |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σίγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σίγμα / σῖγμα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsiɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σίγ‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σίγμα ουδέτερο άκλιτο ή κλιτό, εναλλακτικός πληθυντικός και σίγματα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (τα λέω, τα 'πε) με το νι και με το σίγμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σίγμα < Κατά μία άποψη, < σιγμός (σφύριγμα)[1] < σίζω (ως μεταφορά τού: φοινικική 𐤔 (š/šīn/)[1])
- Κατ' άλλη άποψη, ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; [2]
- ονομασία (γράμματος) ... ⊟ ζητούμενο λήμμα
- άλλες μορφές: σῖγμα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης (επιμέλεια), Ιστορία της Ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, εκδ. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2001, ISBN 9602310944, σελ. 214.
- ↑ σίγμα (εκδοχές ετυμολόγησης) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- Σ, σίγμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σίγμα, σῖγμα, Σ, σ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ελληνικό αλφάβητο
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γράμματα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φοινικικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Γράμματα (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)