ρήσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρήσος | οι | ρήσοι |
γενική | του | ρήσου | των | ρήσων |
αιτιατική | τον | ρήσο | τους | ρήσους |
κλητική | ρήσε | ρήσοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- ρήσος < σλαβικής προέλευσης · Δείτε το βουλγαρικό рис, σλοβενικό ris, ρωσικό рысь, πολωνικό ryśpl
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρήσος αρσενικό
- ο λύγκας
- ※ Τώρα είδα έναν ξυπόλητο και λαμπροφορεμένο,
- πο 'χει του ρήσου τα πλουμιά της αστραπής τα μάτια
- με κράζει να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια, (Ο θάνατος του Διγενή, Δημοτικό)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρήσος
→ δείτε τη λέξη λύγκας |
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- ρήσος < νεολατινική rhes(us) ος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρήσος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) είδος πιθήκου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] είδος πιθήκου
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ρήσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)