πρωτοπρεσβύτερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτοπρεσβύτερος οι πρωτοπρεσβύτεροι
      γενική του πρωτοπρεσβύτερου
πρωτοπρεσβυτέρου
των πρωτοπρεσβύτερων
πρωτοπρεσβυτέρων
    αιτιατική τον πρωτοπρεσβύτερο τους πρωτοπρεσβύτερους
πρωτοπρεσβυτέρους
     κλητική πρωτοπρεσβύτερε πρωτοπρεσβύτεροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρωτοπρεσβύτερος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρωτοπρεσβύτερος < πρωτο- πρεσβύτερος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾo.to.pɾeˈzvi.te.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐το‐πρε‐σβύ‐τε‐ρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρωτοπρεσβύτερος αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρωτοπρεσβύτερος οἱ πρωτοπρεσβύτεροι
      γενική τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου τῶν πρωτοπρεσβυτέρων
      δοτική τῷ πρωτοπρεσβυτέρ τοῖς πρωτοπρεσβυτέροις
    αιτιατική τὸν πρωτοπρεσβύτερον τοὺς πρωτοπρεσβυτέρους
     κλητική ! πρωτοπρεσβύτερε πρωτοπρεσβύτεροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πρωτοπρεσβυτέρω
γεν-δοτ τοῖν  πρωτοπρεσβυτέροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρωτοπρεσβύτερος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πρωτο- πρεσβύτερος (μεγαλύτερος σε ηλικία) < πρεσβύτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρωτοπρεσβύτερος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)