ποτάσιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ποτάσιο | τα | ποτάσια |
γενική | του | ποτασίου & ποτάσιου |
των | ποτασίων |
αιτιατική | το | ποτάσιο | τα | ποτάσια |
κλητική | ποτάσιο | ποτάσια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποτάσιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική potassium
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποτάσιο ουδέτερο
- (χημεία) χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 19, το κάλιο, από μεταγραφή της λέξης potassium
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποτάσιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)