περιχρυσώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιχρυσώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιχρῡσ(όω) -ώνω < χρῡσός
Ρήμα
[επεξεργασία]περιχρυσώνω, αόρ.: περιχρύσωσα, παθ.φωνή: περιχρυσώνομαι, π.αόρ.: περιχρυσώθηκα, μτχ.π.π.: περιχρυσωμένος
- (σπάνιο) χρυσώνω όλη την επιφάνεια, επιχρυσώνω ολόγυρα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pe.ɾi.xɾiˈso.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐χρυ‐σώ‐νω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- περίχρυσος
- περιχρυσωμένος
- περιχρύσωση
- → δείτε τις λέξεις περί, χρυσώνω και χρυσός
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περιχρυσώνω | περιχρύσωνα | θα περιχρυσώνω | να περιχρυσώνω | περιχρυσώνοντας | |
β' ενικ. | περιχρυσώνεις | περιχρύσωνες | θα περιχρυσώνεις | να περιχρυσώνεις | περιχρύσωνε | |
γ' ενικ. | περιχρυσώνει | περιχρύσωνε | θα περιχρυσώνει | να περιχρυσώνει | ||
α' πληθ. | περιχρυσώνουμε | περιχρυσώναμε | θα περιχρυσώνουμε | να περιχρυσώνουμε | ||
β' πληθ. | περιχρυσώνετε | περιχρυσώνατε | θα περιχρυσώνετε | να περιχρυσώνετε | περιχρυσώνετε | |
γ' πληθ. | περιχρυσώνουν(ε) | περιχρύσωναν περιχρυσώναν(ε) |
θα περιχρυσώνουν(ε) | να περιχρυσώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περιχρύσωσα | θα περιχρυσώσω | να περιχρυσώσω | περιχρυσώσει | ||
β' ενικ. | περιχρύσωσες | θα περιχρυσώσεις | να περιχρυσώσεις | περιχρύσωσε | ||
γ' ενικ. | περιχρύσωσε | θα περιχρυσώσει | να περιχρυσώσει | |||
α' πληθ. | περιχρυσώσαμε | θα περιχρυσώσουμε | να περιχρυσώσουμε | |||
β' πληθ. | περιχρυσώσατε | θα περιχρυσώσετε | να περιχρυσώσετε | περιχρυσώστε | ||
γ' πληθ. | περιχρύσωσαν περιχρυσώσαν(ε) |
θα περιχρυσώσουν(ε) | να περιχρυσώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω περιχρυσώσει | είχα περιχρυσώσει | θα έχω περιχρυσώσει | να έχω περιχρυσώσει | ||
β' ενικ. | έχεις περιχρυσώσει | είχες περιχρυσώσει | θα έχεις περιχρυσώσει | να έχεις περιχρυσώσει | ||
γ' ενικ. | έχει περιχρυσώσει | είχε περιχρυσώσει | θα έχει περιχρυσώσει | να έχει περιχρυσώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε περιχρυσώσει | είχαμε περιχρυσώσει | θα έχουμε περιχρυσώσει | να έχουμε περιχρυσώσει | ||
β' πληθ. | έχετε περιχρυσώσει | είχατε περιχρυσώσει | θα έχετε περιχρυσώσει | να έχετε περιχρυσώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν περιχρυσώσει | είχαν περιχρυσώσει | θα έχουν περιχρυσώσει | να έχουν περιχρυσώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περιχρυσώνομαι | περιχρυσωνόμουν(α) | θα περιχρυσώνομαι | να περιχρυσώνομαι | ||
β' ενικ. | περιχρυσώνεσαι | περιχρυσωνόσουν(α) | θα περιχρυσώνεσαι | να περιχρυσώνεσαι | ||
γ' ενικ. | περιχρυσώνεται | περιχρυσωνόταν(ε) | θα περιχρυσώνεται | να περιχρυσώνεται | ||
α' πληθ. | περιχρυσωνόμαστε | περιχρυσωνόμαστε περιχρυσωνόμασταν |
θα περιχρυσωνόμαστε | να περιχρυσωνόμαστε | ||
β' πληθ. | περιχρυσώνεστε | περιχρυσωνόσαστε περιχρυσωνόσασταν |
θα περιχρυσώνεστε | να περιχρυσώνεστε | (περιχρυσώνεστε) | |
γ' πληθ. | περιχρυσώνονται | περιχρυσώνονταν περιχρυσωνόντουσαν |
θα περιχρυσώνονται | να περιχρυσώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περιχρυσώθηκα | θα περιχρυσωθώ | να περιχρυσωθώ | περιχρυσωθεί | ||
β' ενικ. | περιχρυσώθηκες | θα περιχρυσωθείς | να περιχρυσωθείς | περιχρυσώσου | ||
γ' ενικ. | περιχρυσώθηκε | θα περιχρυσωθεί | να περιχρυσωθεί | |||
α' πληθ. | περιχρυσωθήκαμε | θα περιχρυσωθούμε | να περιχρυσωθούμε | |||
β' πληθ. | περιχρυσωθήκατε | θα περιχρυσωθείτε | να περιχρυσωθείτε | περιχρυσωθείτε | ||
γ' πληθ. | περιχρυσώθηκαν περιχρυσωθήκαν(ε) |
θα περιχρυσωθούν(ε) | να περιχρυσωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω περιχρυσωθεί | είχα περιχρυσωθεί | θα έχω περιχρυσωθεί | να έχω περιχρυσωθεί | περιχρυσωμένος | |
β' ενικ. | έχεις περιχρυσωθεί | είχες περιχρυσωθεί | θα έχεις περιχρυσωθεί | να έχεις περιχρυσωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει περιχρυσωθεί | είχε περιχρυσωθεί | θα έχει περιχρυσωθεί | να έχει περιχρυσωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε περιχρυσωθεί | είχαμε περιχρυσωθεί | θα έχουμε περιχρυσωθεί | να έχουμε περιχρυσωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε περιχρυσωθεί | είχατε περιχρυσωθεί | θα έχετε περιχρυσωθεί | να έχετε περιχρυσωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν περιχρυσωθεί | είχαν περιχρυσωθεί | θα έχουν περιχρυσωθεί | να έχουν περιχρυσωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι περιχρυσωμένος - είμαστε, είστε, είναι περιχρυσωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν περιχρυσωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν περιχρυσωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι περιχρυσωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι περιχρυσωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι περιχρυσωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι περιχρυσωμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιχρυσώνω
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώνω (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα περι- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)