περιθάλπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περιθάλπω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιθάλπω < περι- αρχαία ελληνική θάλπω

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Δεν είναι σωστός ο τύπος !περιθάλπτω. Πιθανώς, με την επίδραση -λανθασμένα- ρημάτων σε -άπτω όπως το προσάπτω, συνάπτω.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pe.ɾiˈθal.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐θάλ‐πω

περιθάλπω, πρτ.: περιέθαλπα, αόρ.: περιέθαλψα, παθ.φωνή: περιθάλπομαι, π.αόρ.: (περιθάλπηκα)[1]

  • περιποιούμαι, συχνότερα προσφέροντας ιατρική βοήθεια σε ασθενή
    ⮡  Περιθάλπω ασθενή

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. όπως 9. παραλείπω / 10. παραλείπομαι, μόνο σε ενεστώτα, παρατατικό - Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992). 



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περιθάλπω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική περι- θάλπω

περιθάλπω (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις θαλπωρή, περί και θάλπω