περιδένω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περιδένω < αρχαία ελληνική περιδέω < περί δέω

περιδένω (παθητική φωνή: περιδένομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]