πενηνταρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]πενηνταρίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πενηνταρίζω | πενηντάριζα | θα πενηνταρίζω | να πενηνταρίζω | πενηνταρίζοντας | |
β' ενικ. | πενηνταρίζεις | πενηντάριζες | θα πενηνταρίζεις | να πενηνταρίζεις | πενηντάριζε | |
γ' ενικ. | πενηνταρίζει | πενηντάριζε | θα πενηνταρίζει | να πενηνταρίζει | ||
α' πληθ. | πενηνταρίζουμε | πενηνταρίζαμε | θα πενηνταρίζουμε | να πενηνταρίζουμε | ||
β' πληθ. | πενηνταρίζετε | πενηνταρίζατε | θα πενηνταρίζετε | να πενηνταρίζετε | πενηνταρίζετε | |
γ' πληθ. | πενηνταρίζουν(ε) | πενηντάριζαν πενηνταρίζαν(ε) |
θα πενηνταρίζουν(ε) | να πενηνταρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πενηντάρισα | θα πενηνταρίσω | να πενηνταρίσω | πενηνταρίσει | ||
β' ενικ. | πενηντάρισες | θα πενηνταρίσεις | να πενηνταρίσεις | πενηντάρισε | ||
γ' ενικ. | πενηντάρισε | θα πενηνταρίσει | να πενηνταρίσει | |||
α' πληθ. | πενηνταρίσαμε | θα πενηνταρίσουμε | να πενηνταρίσουμε | |||
β' πληθ. | πενηνταρίσατε | θα πενηνταρίσετε | να πενηνταρίσετε | πενηνταρίστε | ||
γ' πληθ. | πενηντάρισαν πενηνταρίσαν(ε) |
θα πενηνταρίσουν(ε) | να πενηνταρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πενηνταρίσει | είχα πενηνταρίσει | θα έχω πενηνταρίσει | να έχω πενηνταρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πενηνταρίσει | είχες πενηνταρίσει | θα έχεις πενηνταρίσει | να έχεις πενηνταρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πενηνταρίσει | είχε πενηνταρίσει | θα έχει πενηνταρίσει | να έχει πενηνταρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πενηνταρίσει | είχαμε πενηνταρίσει | θα έχουμε πενηνταρίσει | να έχουμε πενηνταρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πενηνταρίσει | είχατε πενηνταρίσει | θα έχετε πενηνταρίσει | να έχετε πενηνταρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πενηνταρίσει | είχαν πενηνταρίσει | θα έχουν πενηνταρίσει | να έχουν πενηνταρίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πενηνταρίζω
|