πατώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πατώνω < πάτος -ώνω

πατώνω

  1. τα πόδια μου φτάνουν στον πάτο, στο βυθό της θάλασσας, είναι αρκετά ρηχά ώστε να πατάω
  2. φτάνω στο έσχατο σημείο ξεπεσμού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]