πατάσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πατάσσω < αρχαία ελληνική πατάσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷeh₁t- (σείω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /paˈta.so/

πατάσσω (παθητική φωνή: πατάσσομαι)

  1. (λόγιο) παίρνω δραστικά μέτρα για να εξαλείψω κάτι οριστικά
  2. (λόγιο) τιμωρώ (αυστηρά)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]