πατάσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πατάσσω < αρχαία ελληνική πατάσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷeh₁t- (σείω)
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]πατάσσω (παθητική φωνή: πατάσσομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πατάσσω | πάτασσα | θα πατάσσω | να πατάσσω | πατάσσοντας | |
β' ενικ. | πατάσσεις | πάτασσες | θα πατάσσεις | να πατάσσεις | πάτασσε | |
γ' ενικ. | πατάσσει | πάτασσε | θα πατάσσει | να πατάσσει | ||
α' πληθ. | πατάσσουμε | πατάσσαμε | θα πατάσσουμε | να πατάσσουμε | ||
β' πληθ. | πατάσσετε | πατάσσατε | θα πατάσσετε | να πατάσσετε | πατάσσετε | |
γ' πληθ. | πατάσσουν(ε) | πάτασσαν πατάσσαν(ε) |
θα πατάσσουν(ε) | να πατάσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πάταξα | θα πατάξω | να πατάξω | πατάξει | ||
β' ενικ. | πάταξες | θα πατάξεις | να πατάξεις | πάταξε | ||
γ' ενικ. | πάταξε | θα πατάξει | να πατάξει | |||
α' πληθ. | πατάξαμε | θα πατάξουμε | να πατάξουμε | |||
β' πληθ. | πατάξατε | θα πατάξετε | να πατάξετε | πατάξτε | ||
γ' πληθ. | πάταξαν πατάξαν(ε) |
θα πατάξουν(ε) | να πατάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πατάξει | είχα πατάξει | θα έχω πατάξει | να έχω πατάξει | ||
β' ενικ. | έχεις πατάξει | είχες πατάξει | θα έχεις πατάξει | να έχεις πατάξει | ||
γ' ενικ. | έχει πατάξει | είχε πατάξει | θα έχει πατάξει | να έχει πατάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε πατάξει | είχαμε πατάξει | θα έχουμε πατάξει | να έχουμε πατάξει | ||
β' πληθ. | έχετε πατάξει | είχατε πατάξει | θα έχετε πατάξει | να έχετε πατάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν πατάξει | είχαν πατάξει | θα έχουν πατάξει | να έχουν πατάξει |
|