πασμίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πασμίνα | οι | πασμίνες |
γενική | της | πασμίνας | των | πασμίνων |
αιτιατική | την | πασμίνα | τις | πασμίνες |
κλητική | πασμίνα | πασμίνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πασμίνα θηλυκό
- (ενδυμασία) ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος που μπορεί να φορεθεί ως σάλι ή κασκόλ, είναι σχετικά φαρδύ και έχει συνήθως μεταξωτή υφή
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)