παράσταση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παράσταση οι παραστάσεις
      γενική της παράστασης* των παραστάσεων
    αιτιατική την παράσταση τις παραστάσεις
     κλητική παράσταση παραστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παράσταση < μεσαιωνική ελληνική παράστασις < αρχαία ελληνική παρίστημι < αρχαία ελληνική παρά ίστημι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παράσταση θηλυκό

  1. το να εμφανίζει κάποιος οτιδήποτε μπροστά σε κάποιον
  2. η αποτυπωμένη σε νόμισμα, ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο, μορφή ενός ή περισσοτέρων ατόμων.
    Κατά την Τουρκοκρατία οι επαναστατικές σημαίες έφεραν παράσταση με τον Δικέφαλο Αετό ή με Σταυρό.
    Πρώτη μαρτυρία για εμφάνιση της σημαίας έχουμε σε παράσταση στο Περσικό αγγείο του Δούριδος.
  3. η παρουσίαση ενός θεατρικού δρώμενου στη σκηνή του θεάτρου
    του ζητήθηκε να παίξει σε μία παράσταση για φιλανθρωπικό σκοπό
  4. η από τον νόμο σωστή εμφάνιση (παρουσία ή/και ντύσιμο) δημοσίου ή ιδιωτικού υπαλλήλου-λειτουργού
    Στους προέδρους των Ν.Ε. καταβάλλεται το 1/2 των εξόδων παράστασης του Νομάρχη.
  5. η παρουσία δικηγόρου στο δικαστήριο
    Έλαβε αμοιβή για δύο παραστάσεις ενώπιον του πρωτοδικείου.
  6. η διπλωματική ενέργεια (συνήθως στον πληθυντικό: παραστάσεις)
    Οι διπλωματικές παραστάσεις προηγούνται των αντιμέτρων.
  7. η παρουσίαση με αριθμούς και σύμβολα επιστημονικών πράξεων, εννοιών ή εκφράσεων
    στην παράσταση α2 β αν αντικαταστήσουμε το α με 2 και το β με 4 τότε...
    η γραφική παράσταση του α3 είναι...

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]