παράλογο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παράλογο τα παράλογα
      γενική του παραλόγου
παράλογου
των παραλόγων
    αιτιατική το παράλογο τα παράλογα
     κλητική παράλογο παράλογα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παράλογο < ουδέτερο του παράλογος < αρχαία ελληνική παράλογο < παρά λόγος < λέγω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική irrationnel)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /paˈɾa.lo.ɣo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παράλογο ουδέτερο

  1. η κατάσταση στην οποία αίρεται η λογική ή ο σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης
  2. καθετί που δεν εξηγείται με την κοινή λογική
  3. η φιλοσοφική και λογοτεχνική άποψη ότι οι άνθρωποι ζουν σε ένα παράλογο και άσκοπο κόσμο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ιστορία του παραλόγου : για κάθε περίπτωση που έχει παράλογα στοιχεία

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]