παράθεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παράθεση | οι | παραθέσεις |
γενική | της | παράθεσης* | των | παραθέσεων |
αιτιατική | την | παράθεση | τις | παραθέσεις |
κλητική | παράθεση | παραθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παράθεση < ελληνιστική κοινή παράθεσις < αρχαία ελληνική παρατίθημι < παρά τίθημι (5. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική apposition)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παράθεση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παραθέτω, η παρουσίαση κάποιων γεγονότων ή στοιχείων με διαδοχική σειρά
- παράθεση επιχειρημάτων
- η ενσωμάτωση σε κείμενο αποσπάσματος ενός άλλου κειμένου, ενός παραθέματος
- παραβολή, σύγκριση
- προσφορά
- (γραμματική) ομοιόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός που δηλώνει μια γνωστή ιδιότητα του προσδιοριζόμενου ουσιαστικού
- → δείτε τη λέξη επεξήγηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παράθεση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)