παιδιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παιδία

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παιδιά οι παιδιές
      γενική της παιδιάς των παιδιών
    αιτιατική την παιδιά τις παιδιές
     κλητική παιδιά παιδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παιδιά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παιδιά (διασκέδαση)

Προφορά 1

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pe.ðiˈa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παι‐δι‐ά
τονικό παρώνυμο: παιδεία, παιδία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παιδιά θηλυκό

  1. ομαδικό παιχνίδι ή αθλοπαιδιά
  2. χαριτωμένος αστεϊσμός
    αυτό ειπώθηκε χάριν παιδιάς

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
παιδιά: κλιτικός τύπος

Προφορά 2

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /peˈðʝa/ με συνίζηση
τυπογραφικός συλλαβισμός: παι‐διά

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

παιδιά ουδέτερο



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παιδιᾱ́ αἱ παιδιαί
      γενική τῆς παιδιᾶς τῶν παιδιῶν
      δοτική τῇ παιδι ταῖς παιδιαῖς
    αιτιατική τὴν παιδιᾱ́ν τὰς παιδιᾱ́ς
     κλητική ! παιδιᾱ́ παιδιαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παιδιᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  παιδιαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παιδιά, ήδη στον Αισχύλο (6ος, 5ος αιώνας) < (παίζω, *παίδ-jω) παιδ- -ιά[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παιδιά θηλυκό

  1. το παιδικό παιχνίδι, και ιδιαίτερα το ομαδικό
  2. η διασκέδαση των παιδιών
  3. ευφυολόγημα, αστεϊσμός

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις παῖς και παίζω

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.