οπλουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οπλουργία | οι | οπλουργίες |
γενική | της | οπλουργίας | των | οπλουργιών |
αιτιατική | την | οπλουργία | τις | οπλουργίες |
κλητική | οπλουργία | οπλουργίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οπλουργία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὁπλουργία[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.pluɾˈʝi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οπλουργία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η τέχνη κατασκευής όπλων
Συγγενικά
[επεξεργασία]- οπλουργείο
- οπλουργός
- και → δείτε τη λέξη όπλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οπλουργία
|
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)