οδόφραγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οδόφραγμα ουδέτερο
- πρόχειρη κατασκευή από οποιοδήποτε υλικό είναι διαθέσιμο που φράζει ένα δρόμο και χρησιμεύει ως οχύρωμα κατά τη διάρκεια εξεγέρσεων
- φυλάκιο με μπάρες που απαγορεύει την ελεύθερη διάβαση ενός δρόμου