ξεκαλοκαιριό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεκαλοκαιριό < ξεκαλοκαιρεύω -ιό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεκαλοκαιριό ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η ορεινή περιοχή που επιλέγουν οι κτηνοτρόφοι να περάσουν τους ανοιξιάτικους, καλοκαιρινούς ή πρώτους φθινοπωρινούς μήνες, ώστε να βρίσκονται κοντά σε βοσκοτόπια για το κοπάδι τους
- (λαϊκότροπο) άλλη γραφή του ξεκαλοκαίριασμα