νώτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | νώτα | ||
γενική | των | νώτων | ||
αιτιατική | τα | νώτα | ||
κλητική | νώτα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νώτα < αρχαία ελληνική νῶτα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νώτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ανατομία) η πλάτη
- (στρατιωτικός όρος) το πίσω μέρος μιας στρατιωτικής παράταξης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- καλύπτω τα νώτα μου: προφυλάσσω κάποιο ευαίσθητο σημείο μου, παίρνω τις απαραίτητες προφυλάξεις για απειλή ή απρόσμενο κίνδυνο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)