ντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ντο < do
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντο ουδέτερο άκλιτο
- μουσική νότα, C (στην ηλεκτρονική μουσική και σε ελληνικό κείμενο), το όνομα της νότας ντο προήλθε από λατινικό χριστιανικό ύμνο
οι δώδεκα φθόγγοι / η χρωματική κλίμακα στο ευρωπαϊκό μουσικό σύστημα (τα ονόματά τους επαναλαμβάνονται οκταβικά)
[επεξεργασία]τα μουσικά διαστήματα μι-φα και σι-ντο είναι φυσικά ημιτόνια,
σε άταστα όργανα είναι προσβάσιμα και υποημιτόνια (μικρότερα διαστήματα)
οι υφέσεις στο ευρωπαϊκό συγκερασμένο σύστημα (προκαθορισμένες συχνότητες) ορίζονται αντίστροφα
πχ. ντο# = ρε♭
(το βιολί αποδίδει όλα τα ενδιάμεσα μικροδιαστήματα)
ντο ή C | ντο# ή C# | ρε ή D | ρε# ή D# | μι ή E | φα ή F | φα# ή F# | σολ ή G | σολ# ή G# | λα ή A | λα# ή A# | σι ή B |
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πιάσε ντο γιατί ... τάδε (θα φας φάπα, δεν θα τα πάμε καλά κτλ.): μην με καλείς με "ρε", μίλα κόσμια