νοσηλευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νοσηλευτικός < νοσηλευτής -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]νοσηλευτικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στους νοσηλευτές και τη νοσηλεία
- νοσηλευτικό προσωπικό