νιάμερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | νιάμερα | ||
γενική | των | νιάμερων | ||
αιτιατική | τα | νιάμερα | ||
κλητική | νιάμερα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νιάμερα < εννιάμερα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νιάμερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (λαογραφία) άλλη μορφή του εννιάμερα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νιάμερα
|