μπροστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπροστά < εμπροστά < αρχαία ελληνική ἐμπρός
Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]μπροστά
- (τοπικό επίρρημα, για στάση) προς την κατεύθυνση που κοιτάζει ο παρατηρητής
- ⮡ Μπροστά σου είναι το βιβλίο, δεν το βλέπεις;
- δηλώνει κίνηση προς τα εμπρός
- ⮡ Προχωρήστε μπροστά παρακαλώ!
- ⮡ Όρμησε/έτρεξε μπροστά.
- προσδιορίζει κάποιον ή κάτι που βρίσκεται στην πρώτη σειρά ή θέση σε σχέση με τον ομιλητή
- ⮡ Μπροστά οι κοντοί και πίσω οι ψηλοί.
- ⮡ Aπό μπροστά βλέπεις θάλασσα.
- (μεταφορικά) για να δηλώσει αυτόν που ηγείται, που είναι αρχηγός ή πρωτοπόρος
- ⮡ πάντα μπροστά στους αγώνες
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τοπικό
για σύγκριση
πηγαίνω μπροστά (μτφ.)
Πηγές
[επεξεργασία]- μπροστά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας