Η εφοδιαστική (logistics) είναι κρίσιμη για την αποθήκευση, τη μεταφορά και τη διανομή των προϊόντων που τροφοδοτούν την κοινωνία μας καθώς και για το εμπόριο σε διεθνές αλλά και τοπικό επίπεδο. Για στοιχεία της εφοδιαστικής αλυσίδας και σχετικά θέματα έχουμε στην Κατηγορία:Μέσα μεταφορών (νέα ελληνικά) 51 λήμματα, αλλά και αρκετά άλλα λήμματα. Αν σας ενδιαφέρει το θέμα, εμπλουτίστε το Βικιλεξικό με σχετικά λήμματα (δημιουργήστε νέα λήμματα) ή διορθώστε υπάρχοντα λήμματα ή συμπληρώστε παραθέματα. Δείτε εδώ για πληροφορίες και ιδέες για συνεισφορά.


μπαχαρικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαχαρικό τα μπαχαρικά
      γενική του μπαχαρικού των μπαχαρικών
    αιτιατική το μπαχαρικό τα μπαχαρικά
     κλητική μπαχαρικό μπαχαρικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπαχαρικό < μπαχάρ(ι) -ικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπαχαρικό ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]