μπαλκόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαλκόνι | τα | μπαλκόνια |
γενική | του | μπαλκονιού | των | μπαλκονιών |
αιτιατική | το | μπαλκόνι | τα | μπαλκόνια |
κλητική | μπαλκόνι | μπαλκόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπαλκόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική balcone < αρχαία λομβαρδική *balko ("δοκός")
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπαλκόνι ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) περιφραγμένη προεξοχή σε κτίριο, συνήθως στο ίδιο επίπεδο με το πάτωμα του ορόφου στον οποίο βρίσκεται
- (μεταφορικά) τοποθεσία με άπλετη θέα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- βγαίνω στο μπαλκόνι: κατεβαίνω ως υποψήφιος σε εκλογές
- τα μπαλκόνια: το γυναικείο στήθος, ιδιαίτερα το ευμέγεθες
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λομβαρδικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)