μενίρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μενίρ < γαλλική menhir

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μενίρ ουδέτερο άκλιτο

  • o μακρόστενος ογκόλιθος αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, που βρίσκεται συνήθως τοποθετημένος όρθια
    ⮡ ένα από τα χαρακτηριστικά του Οβελίξ είναι το ότι κουβαλάει συνέχεια στην πλάτη ένα μενίρ
    ⮡ Στην περιοχή της Ανωγής βρίσκεται και ένα από τα πιο αξιοπερίεργα αξιοθέατα του νησιού. Πρόκειται για τεράστιους μονόλιθους, τα μενίρ, με σχήματα που μαρτυρούν ότι έχουν γίνει από ανθρώπινο χέρι. Μάλιστα, ο ντόπιοι τους έχουν δώσει ονόματα. Ο Αράκλης είναι ο σπουδαιότερος και πιο παράξενος, με ύψος 9 μέτρων, που κάθεται πάνω σε πλατύτερο βράχο. (*)
  • σάρσεν, είδος ογκόλιθου που χρησιμοποιήθηκε σε προϊστορικά μνημεία

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]