μαρασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μαρασμός | οι | μαρασμοί |
γενική | του | μαρασμού | των | μαρασμών |
αιτιατική | τον | μαρασμό | τους | μαρασμούς |
κλητική | μαρασμέ | μαρασμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαρασμός < (ελληνιστική κοινή) μαρασμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαρασμός αρσενικό
- το μαράζωμα, η μάρανση, το μάραμα, η παρακμή, η φθορά, η απώλεια της ζωτικότητας, της δημιουργικότητας
- ο μαρασμός μιας πόλης, της λογοτεχνίας, της κοινωνίας, της αγοράς ακινήτων, του εμπορίου, της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
- οικονομικός μαρασμός, βιολογικός μαρασμός, συναισθηματικός μαρασμός